ὁρκωμοσία

ὁρκωμοσία
ὁρκωμοσία, ας, ἡ (composed of ὅρκον ὀμόσαι [ὄμνυμι] ‘to take an oath’) Doric.—The neut. ὁρκωμόσιον SIG 1007, 29 [130–100 B.C.] and its pl. OGI 229, 82 [III B.C.]. Pollux 1, 38; 1 Esdr 8:90; Ezk 17:18f; Jos., Ant. 16, 163.—B-D-F §2; 119, 3; s. Mlt-H. 338f; EFraenkel, Geschichte der griech. Nomina agentis auf-τήρ,-τωρ,-της I 1910, 200) the process of taking an oath, oath-taking, oath Hb 7:20f (no oath-taking is involved), 28 (oath-taking is involved).—DELG s.v. ὅρκος. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὁρκωμοσία — ὁρκωμοσίᾱ , ὁρκωμοσία swearing fem nom/voc/acc dual ὁρκωμοσίᾱ , ὁρκωμοσία swearing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορκωμοσία, η — και ορκοδοσία η ένορκη βεβαίωση, το δόσιμο όρκου: Ορκωμοσία των μελών της κυβέρνησης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ορκωμόσια — ὁρκωμόσια, τὰ (Α) [ορκωμότης] 1. ένορκη κύρωση υπόσχεσης που δόθηκε 2. θυσίες ή τελετές οι οποίες συνόδευαν τη σύναψη συνθήκης ή συμμαχίας, τα όρκια* 3. (στον εν.) τὸ ὁρκωμόσιον τόπος όπου πραγματοποιήθηκε σύναψη συνθήκης η οποία κυρώθηκε με… …   Dictionary of Greek

  • ὁρκωμόσια — asseverations on oath neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρκωμοσίᾳ — ὁρκωμοσίαι , ὁρκωμοσία swearing fem nom/voc pl ὁρκωμοσίᾱͅ , ὁρκωμοσία swearing fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορκωμοσία — η (ΑΜ ὁρκωμοσία) [ορκωμότης] η παροχή ένορκης διαβεβαίωσης, ορκοδοσία νεοελλ. φρ. «ορκωμοσία δημοσίων υπαλλήλων» ένορκη υπόσχεση που δίνεται από εκείνους οι οποίοι πρόκειται να αναλάβουν δημόσια υπηρεσία σχετικά με την τήρηση τών νόμων και την… …   Dictionary of Greek

  • ὁρκωμοσίας — ὁρκωμοσίᾱς , ὁρκωμοσία swearing fem acc pl ὁρκωμοσίᾱς , ὁρκωμοσία swearing fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρκωμοσίαι — ὁρκωμοσία swearing fem nom/voc pl ὁρκωμοσίᾱͅ , ὁρκωμοσία swearing fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρκωμοσίαν — ὁρκωμοσίᾱν , ὁρκωμοσία swearing fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρκωμοσιῶν — ὁρκωμοσία swearing fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρκωμοσίαις — ὁρκωμοσία swearing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”